υποσόριον

υποσόριον
τὸ, Α
βάση, υπόβαθρο σορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + σορός + επίθημα -ιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υποσορικός — όν, Α [ὑποσόριον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ὑποσόριον* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὑποσορικόν το κατώτερο μέρος τού τάφου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”